κοπετός

κοπετός
ο (ΑM κοπετός)
γοερός θρήνος που συνοδεύεται συνήθως από δαρμούς τού στήθους («συνεκόμισαν δὲ τὸν Στέφανον ἄνδρες εὐλαβεῑς καὶ ἐποίησαν κοπετὸν μέγαν ἐπ' αὐτῷ», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω, κατά το σχήμα ὕει «βρέχει»: ὑετός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπετός — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετός — ο μεγάλος θρήνος που συνοδεύεται με στηθοκοπήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοπετοῖν — κοπετός noise masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοῖς — κοπετός noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοί — κοπετός noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετοῦ — κοπετός noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετούς — κοπετός noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετῶν — κοπετός noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετῷ — κοπετός noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπετόν — κοπετός noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”